χάμπουργκερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χάμπουργκερ < (άμεσο δάνειο) αγγλική hamburger < γερμανική Hamburger < Hamburg (Αμβούργο) + -er < παλαιά άνω γερμανική Hamme (καμπή, γωνία) + -burg < πρωτογερμανική *burgz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰerǵʰ- (οχυρωμένος λόφος)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χάμπουργκερ ουδέτερο άκλιτο
- (γαστρονομία) σάντουιτς με στρογγυλό ψωμάκι και μπιφτέκι από κρέας (συνήθως μοσχαρίσιο κρέας μα όχι πάντα)
Υπερώνυμα[επεξεργασία]
- μπέργκερ (όχι αναγκαστικά με μοσχαρίσιο μπιφτέκι)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Λέξεις από τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)