Μετάβαση στο περιεχόμενο

μπιφτέκι

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπιφτέκι τα μπιφτέκια
      γενική του μπιφτεκιού των μπιφτεκιών
    αιτιατική το μπιφτέκι τα μπιφτέκια
     κλητική μπιφτέκι μπιφτέκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ένα ψημένο μπιφτέκι

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
μπιφτέκι < (άμεσο δάνειο) γαλλική bifteck < αγγλική beefsteak < beef (βοδινό κρέας) + steak (μπριζόλα)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /biˈfte.ci/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

μπιφτέκι ουδέτερο

  • (γαστρονομία) παρασκεύασμα από κιμά (συνήθως μοσχαρίσιο) το οποίο πλάθεται σε στρογγυλό σχήμα

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]