handstand
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
handstand | handstands |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
handstand (en)
- (αθλητισμός, γυμναστική άσκηση) η κατακόρυφος
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- handstand στην αγγλική Βικιπαίδεια