happy hour
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
happy hour | happy hours |
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
happy hour (en)
- χρονική περίοδος κατά την διάρκεια της οποίας η τιμή των αλκοολούχων ποτών σε ένα κατάστημα ελαττώνεται