hardiĝinta
(Ανακατεύθυνση από hardighinta)
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | hardiĝinta | hardiĝintaj |
αιτιατική | hardiĝintan | hardiĝintajn |
hardiĝinta (eo)
- που έχει αποσκληρωθεί
Άλλες γραφές[επεξεργασία]
- hardighinta στο H-sistemo
- hardigxinta στο X-sistemo