αποσκληραίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποσκληραίνω <

Ρήμα[επεξεργασία]

αποσκληραίνω (παθητική φωνή: αποσκληραίνομαι) (Χρειάζεται επεξεργασία)

  1. κάνω πιο σκληρό
    1. κάνω κάτι πιο σκληρό ή ολοκληρώνω τη διαδικασία της σκλήρυνσης (όπως στη γεωλογία, ορυκτολογία)
    2. (μεταφορικά) κάνω κάποιον να γίνει σκληρός και άκαρδος
  2. αφαιρώ τη σκληρότητα (όπως από το νερό)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Παθητική φωνή → λείπει η κλίση

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • s.v. «αποσκληρύνω» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)