having
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
having | havings |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
having (en)
- περιουσία, περιουσιακά στοιχεία
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
having (en)
- ενεργητική μετοχή ενεστώτα του have