Μετάβαση στο περιεχόμενο

having

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
having havings

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

having (en)

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

having (en)