heave

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

ενεστώτας heave
γ΄ ενικό ενεστώτα heaves
αόριστος heaved
παθητική μετοχή heaved
ενεργητική μετοχή heaving

Ρήμα[επεξεργασία]

heave (en)

Πηγές[επεξεργασία]