Μετάβαση στο περιεχόμενο

hedgehog

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
hedgehog hedgehogs

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
hedgehog < hedge + hog

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hedgehog (en)