helmet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
helmet | helmets |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]helmet (en)
- κράνος
- (εραλδική) κράνος πάνω από ένα στρατιωτικό οικόσημο που δείχνει τη θέση που έχει ο κάτοχός του στην αριστοκρατία
- ↪ In British heraldry, the helmet is gold for the royal family, silver for peers, and steel for knights.
- Στην βρετανική εραλδική, το κράνος είναι χρυσός για τη βασιλική οικογένειας, αργυρός για ευγενές, και χαλύβδινος για ιππότες.
- ↪ In British heraldry, the helmet is gold for the royal family, silver for peers, and steel for knights.