heredaĵo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | heredaĵo | heredaĵoj |
αιτιατική | heredaĵon | heredaĵojn |
heredaĵo (eo)
- η κληρονομιά, ένα αντικείμενο που κληρονομιέται