hermine
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hermine | hermines |
hermine (fr) θηλυκό
- (θηλαστικό ζώο) η ερμίνα
- (κατʼ επέκταση) το δέρμα, η προβιά της ερμίνας
- (εραλδική) ένα από τα δύο δέρματα ενός οικοσήμου