hoard
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hoard (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
hoard (en)
- συσσωρεύω ως προσωπική συλλογή, αποθησαυρίζω, αποταμιεύω