hobby

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hobby hobbies

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hobby (en)

  • το χόμπι
    I have a hobby of collecting stamps.
    Έχω χόμπι τη συλλογή γραμματοσήμων.



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hobby hobbys

Ετυμολογία [επεξεργασία]

hobby < (άμεσο δάνειο) αγγλική hobby

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ʔɔ.bi/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hobby (fr) αρσενικό