hobby
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hobby | hobbies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hobby (en)
- το χόμπι
- ↪ I have a hobby of collecting stamps.
- Έχω χόμπι τη συλλογή γραμματοσήμων.
- ↪ I have a hobby of collecting stamps.
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hobby | hobbys |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
hobby < (άμεσο δάνειο) αγγλική hobby
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hobby (fr) αρσενικό
- το χόμπι