homa
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | homa | homaj |
αιτιατική | homan | homajn |
homa (eo)
- la homaj rajtoj, τα ανθρώπινα δικαιώματα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | homa | homaj |
αιτιατική | homan | homajn |
homa (eo)