homographe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
homographe < homo- + -graphe

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɔ.mɔ.ɡʁaf/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
homographe homographes

homographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
homographe homographes

homographe (fr) αρσενικό

  • ομοιόγραφη λέξη

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
Η λέξη χρησιμοποιείται για λέξεις που γράφονται με τον ίδιο τρόπο, έχουν όμως διαφορετική σημασία, π.χ. un manche, une manche και un voile, une voile.

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]