homographe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
homographe | homographes |
homographe (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
homographe | homographes |
homographe (fr) αρσενικό
- ομοιόγραφη λέξη
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Η λέξη χρησιμοποιείται για λέξεις που γράφονται με τον ίδιο τρόπο, έχουν όμως διαφορετική σημασία, π.χ. un manche, une manche και un voile, une voile.