hoquet
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- hoquet < hok, ονοματοποιία που εκφράζει ένα χτύπημα
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hoquet | hoquets |
hoquet (fr) αρσενικό
- (παρωχημένο) το χτύπημα, η κρούση
- (μουσική) στη μεσαιωνική μουσική, εναλλαγή δύο φωνών που η μία απαντά στην άλλη
- ο λόξυγκας
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- hoqueton, με τελείως διαφορετική ετυμολογία και σημασία