horsetrading
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
horsetrading | horsetradings |
horsetrading (en)
- το ανεπίσημο παζάρεμα κατά τη διάρκεια διαπραγματεύσεων
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
horsetrading (en)