hunk
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
hunk | hunks |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
hunk (en)
- η κομματάρα, ένα μεγάλο κομμάτι από κάτι, ειδικά φαγητό, που έχει κοπεί από ένα μεγαλύτερο κομμάτι
- ↪ a plate with a hunk of meat - ένα πιάτο με μια κομματάρα κρέας
- (ανεπίσημο) ο γκόμενος, ο κούκλος, ένας άντρας μεγαλόσωμος, δυνατός και σεξουαλικά ελκυστικός
- ↪ What a hunk he is!
- Τι γκόμενος/κούκλος είναι αυτός!
- ↪ What a hunk he is!