hunk

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
hunk hunks

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hunk (en)

  1. η κομματάρα, ένα μεγάλο κομμάτι από κάτι, ειδικά φαγητό, που έχει κοπεί από ένα μεγαλύτερο κομμάτι
    ⮡  a plate with a hunk of meat - ένα πιάτο με μια κομματάρα κρέας
  2. (ανεπίσημο) ο γκόμενος, ο κούκλος, ένας άντρας μεγαλόσωμος, δυνατός και σεξουαλικά ελκυστικός
    ⮡  What a hunk he is!
    Τι γκόμενος/κούκλος είναι αυτός!

Σύνθετα

[επεξεργασία]