impalpable

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ɛ̃.pal.pabl/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
impalpable impalpables

impalpable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αψηλάφητος
  2. λεπτός, μικροσκοπικός

Αντώνυμα

[επεξεργασία]