impose
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | impose |
γ΄ ενικό ενεστώτα | imposes |
αόριστος | imposed |
παθητική μετοχή | imposed |
ενεργητική μετοχή | imposing |
Ρήμα
[επεξεργασία]impose (en)
- επιβάλλω (εφαρμόζω έχοντας την εξουσία)
- ⮡ The parliament imposed new taxes.
- Η βουλή επέβαλε νέους φόρους.
- ⮡ The parliament imposed new taxes.
- επιβάλλω (σε κάποιον μια συμπεριφορά)
- (+ upon/on) γίνομαι σε κάποιον βάρος
- επιβάλλομαι, διαθέτω ορισμένες εξαιρετικές ιδιότητες με αποτέλεσμα να ξεχωρίζω
- ⮡ The building that imposes with its size.
- Το κτίριο που επιβάλλεται με τον όγκο του.
- ⮡ The building that imposes with its size.
- επιβάλλομαι, αναγνωρίζεται ο ρόλος μου ως ηγετικός
- ⮡ Although young, he imposed himself on the political life of the place and at a young age became the prime minister.
- Aν και νέος, επιβλήθηκε στην πολιτική ζωή του τόπου και σε μικρή ηλικία έγινε πρωθυπουργός.
- ⮡ Although young, he imposed himself on the political life of the place and at a young age became the prime minister.