in order for
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
in order for (en)
- (ιδιωματισμός) (με to) έτσι ώστε να, για να
- ↪ We left home early in order for us to not have to drive after dark.
- Φύγαμε νωρίς απ' το σπίτι έτσι ώστε να μη χρειαζόταν να οδηγήσουμε μετά το σκοτάδι.
- ↪ I will pay now in order for me to be certain that…
- Θα πληρώσω τώρα για να είμαι βεβαίως ότι…
- ↪ We left home early in order for us to not have to drive after dark.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τον σύνδεσμο so that
Πηγές[επεξεργασία]
- in order for (someone or something) to - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)