in the past

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

in the past < → δείτε τις λέξεις in, the και past

Έκφραση[επεξεργασία]

in the past (en)

  • κάποτε, παλιά, άλλοτε
    In the past I saw him often.
    Κάποτε τον έβλεπα συχνά.
    In the past, people used to travel by horse.
    Παλιά, οι άνθρωποι ταξίδευαν με άλογα.
    I didn’t used to get bored in the past, I traveled often.
    Άλλοτε δε βαριόμουν, ταξίδευα συχνά.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη once

Πηγές[επεξεργασία]

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 415. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κάποτε