inadvertance
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- inadvertance < λατινική inadvertentia
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inadvertance | inadvertances |
inadvertance (fr) θηλυκό