inexorable
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
inexorable (en)
- ανένδοτος, αμείλικτος
- αναπόφευκτος
- αμετακίνητος στις απόψεις του, δογματικός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
inexorable | inexorables |
Επίθετο[επεξεργασία]
inexorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- «Cochon! Cochon! Cochon!» leur inexorable voix continuait