Μετάβαση στο περιεχόμενο

inexorable

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]

inexorable (en)

  1. ανένδοτος, αμείλικτος
  2. αναπόφευκτος
  3. αμετακίνητος στις απόψεις του, δογματικός



      ενικός         πληθυντικός  
inexorable inexorables

Επίθετο

[επεξεργασία]

inexorable (fr) αρσενικό ή θηλυκό

«Cochon! Cochon! Cochon!» leur inexorable voix continuait