inflected
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | inflected |
συγκριτικός | more inflected |
υπερθετικός | most inflected |
Επίθετο[επεξεργασία]
inflected (en)
- (γραμματική) κλιτικός, που αφορά τη γραμματική κλίση
- ↪ an inflected example - κλιτικό παράδειγμα