informpetulo
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | informpetulo | informpetuloj |
αιτιατική | informpetulon | informpetulojn |
informpetulo (eo)
- αυτός που ζητάει πληροφορίες