Μετάβαση στο περιεχόμενο

initialise

Από Βικιλεξικό
ενεστώτας initialise
γ΄ ενικό ενεστώτα initialises
αόριστος initialised
παθητική μετοχή initialised
ενεργητική μετοχή initialising

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
initialise < initial + -ise

initialise (en) (βρετανική γραφή)

  1. δίνω αρχικές τιμές
  2. (πληροφορική) δίνω αρχικές τιμές σε μεταβλητές (variables)

Άλλες γραφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

 και δείτε τη λέξη initial