intervene
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | intervene |
γ΄ ενικό ενεστώτα | intervenes |
αόριστος | intervened |
παθητική μετοχή | intervened |
ενεργητική μετοχή | intervening |
Ρήμα[επεξεργασία]
intervene (en)