intrude
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]| ενεστώτας | intrude |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | intrudes |
| αόριστος | intruded |
| παθητική μετοχή | intruded |
| ενεργητική μετοχή | intruding |
Ρήμα
[επεξεργασία]- παρεμβαίνω
- εισχωρώ
- (αμετάβατο) επιβάλλω, ενοχλώ με την παρουσία μου
You should not intrude on others.
- Δεν πρέπει να επιβάλλεις την παρουσία σου στους άλλους.
I hope that I am not intruding.
- Ελπίζω να μη σας ενοχλώ με την παρουσία μου.
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- intrude - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 669-670. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρουσία