[απόρριψη]
involuté
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | involuté | involutés |
θηλυκό | involutée | involutées |
Επίθετο
[επεξεργασία]involuté (fr)
- (βοτανική) αυτός που έχει δομή που παρουσιάζει περιστροφή από το έξω μέρος προς το εσωτερικό του
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη involution