isolant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | isolant | isolants |
θηλυκό | isolante | isolantes |
isolant (fr)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
isolant | isolants |
isolant (fr) αρσενικό