Μετάβαση στο περιεχόμενο

isolant

Από Βικιλεξικό

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό isolant isolants
θηλυκό isolante isolantes

isolant (fr)

  1. μονωτικός
  2. απομονωτικός

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
isolant isolants

isolant (fr) αρσενικό

  1. μονωτική ουσία ή εξάρτημα