jambette
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
jambette | jambettes |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]jambette (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο ή σκωπτικό) μικρή κνήμη
- μαχαιράκι με περιστρεφόμενη λεπίδα
- (τεχνολογία) μικρό ξύλινο στέλεχος που υποστηρίζει πλάγια δοκό της δομής μιας στέγης
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη jambe