javelot
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- javelot < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
javelot | javelots |
javelot (fr) αρσενικό
- το ακόντιο, το δόρυ
- lancer de javelot - ακοντισμός
- lanceur de javelot - ακοντιστής