jaywalker

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
jaywalker jaywalkers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
jaywalker < jay + walker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

jaywalker (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 676. ISBN 9780194325684. , λήμμα: πεζός