joueur

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

joueur < jouer

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό joueur joueurs
θηλυκό joueuse joueuses

joueur (fr)

  1. ο παίχτης
  2. ο οργανοπαίχτης (για όργανα για τα οποία δεν υπάρχει ιδιαίτερος όρος)

Επίθετο[επεξεργασία]

γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό joueur joueurs
θηλυκό joueuse joueuses

joueur (fr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • beau joueur - που παραδέχεται εύκολα τη νίκη κάποιου άλλου

Συγγενικά[επεξεργασία]