παιχνιδιάρης
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | παιχνιδιάρης | η | παιχνιδιάρα | το | παιχνιδιάρικο |
γενική | του | παιχνιδιάρη | της | παιχνιδιάρας | του | παιχνιδιάρικου |
αιτιατική | τον | παιχνιδιάρη | την | παιχνιδιάρα | το | παιχνιδιάρικο |
κλητική | παιχνιδιάρη | παιχνιδιάρα | παιχνιδιάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | παιχνιδιάρηδες | οι | παιχνιδιάρες | τα | παιχνιδιάρικα |
γενική | των | παιχνιδιάρηδων | — | των | παιχνιδιάρικων | |
αιτιατική | τους | παιχνιδιάρηδες | τις | παιχνιδιάρες | τα | παιχνιδιάρικα |
κλητική | παιχνιδιάρηδες | παιχνιδιάρες | παιχνιδιάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- παιχνιδιάρης < παιγνιδιάρης με τροπή [ɣ] > [x] κατά το παιχνίδι[1] Μορφολογικά, παιχνίδ(ι) + -ιάρης
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /pe.xniˈðʝa.ɾis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : παι‐χνι‐διά‐ρης
Επίθετο
[επεξεργασία]παιχνιδιάρης, -α, -ικο
- που του αρέσει να παίζει
- ⮡ παιχνιδιάρικο γατί
- που του αρέσει να αστειεύεται ή να χαριεντίζεται με φιλική ή ερωτική διάθεση
Παράγωγα
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ παιχνιδιάρης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας