juncture

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
juncture junctures

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

juncture (en)

  • η καμπή, κρίσιμη χρονική περίοδος κατά την οποία επέρχονται σημαντικές αλλαγές
    I am at a critical juncture in my life.
    Βρίσκομαι σε μια κρίσιμη καμπή της ζωής μου.
     συνώνυμα: turning point

Πηγές[επεξεργασία]