turning point
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
turning point | turning points |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
turning point (en)
- το σημείο καμπής, η καμπή· γεγονός, ή χρονική στιγμή ή περίοδος, που σηματοδοτεί κρίσιμες ή σπουδαίες μεταβολές
- ↪ That was a turning point in my life/in my career.
- Αυτό αποτέλεσε καμπή στη ζωή μου/στην καριέρα μου.
- ↪ That was a turning point in my life/in my career.
Πηγές[επεξεργασία]
- turning point - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 410. ISBN 9780194325684., λήμμα: καμπή