kaçırmak

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
kaçırmak < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قاچرمق • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

kaçırmak (tr)

  1. απάγω
  2. χάνω (το πλοίο, το αεροπλάνο, την ευκαιρία κλπ)
  3. αποκρύπτω
  4. διευκολύνω δραπέτευση
  5. φυγαδεύω
  6. έχω διαρροή
  7. κάνω λαθρεμπόριο
  8. διακινώ ναρκωτικά