karoserio
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- karoserio < γερμανική Karosserie
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ka.ɾo.seˈɾi.o/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | karoserio | karoserioj |
αιτιατική | karoserion | karoseriojn |
karoserio (eo)
- το αμάξωμα