keep in touch
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]keep in touch (en)
- (ιδιωματισμός) διατηρώ σε επαφή με κάποιον
- ⮡ I keep in touch with him.
- Διατηρώ σε επαφή μαζί του.
- ⮡ I keep in touch with him.
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη get in touch