kesto
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kesto | kestoj |
αιτιατική | keston | kestojn |
kesto (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kesto | kestoj |
αιτιατική | keston | kestojn |
kesto (eo)