knabino
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | knabino | knabinoj |
αιτιατική | knabinon | knabinojn |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /knaˈbi.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : kna‐bi‐no
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
knabino (eo)
- το κορίτσι