konferenco
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konferenco | konferencoj |
αιτιατική | konferencon | konferencojn |
konferenco (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konferenco | konferencoj |
αιτιατική | konferencon | konferencojn |
konferenco (eo)