konstanta
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstanta | konstantaj |
αιτιατική | konstantan | konstantajn |
konstanta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | konstanta | konstantaj |
αιτιατική | konstantan | konstantajn |
konstanta (eo)