kostarikano
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kostarikano | kostarikanoj |
αιτιατική | kostarikanon | kostarikanojn |
kostarikano (eo)
- ο καταγόμενος ή ο υπήκοος της Κόστα Ρίκα