kraj
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πολωνικά (pl)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]kraj (pl) αρσενικό
- η χώρα
- (συνεκδοχικά) το κράτος
- (μεταφορικά) η άκρη, το όριο
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Σερβικά (sr)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]kraj (sr)
- λατινική γραφή του крај
Σερβοκροατικά (sh)
[επεξεργασία]Επίρρημα
[επεξεργασία]kraj (sh)