kupolo
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- kupolo < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kupolo | kupoloj |
αιτιατική | kupolon | kupolojn |
kupolo (eo)
- (αρχιτεκτονική) ο θόλος