kuraca
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Εσπεράντο (eo)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kuraca | kuracaj |
αιτιατική | kuracan | kuracajn |
kuraca (eo)
- ιατρικός, που γιατρεύει, θεραπευτικός